- ερανισμός
- ο (AM ἐρανισμός)νεοελλ.η σύνθεση ερανίσματοςαρχ.-μσν.το εράνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρανισμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανισμῶν — ἐρανισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανισμῷ — ἐρανισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανισμόν — ἐρανισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός … Dictionary of Greek